αλόβια

αλόβια
(halobia). Γένος ελασματοβραγχίων μαλακίων που έχει εκλείψει. Ανήκε στην οικογένεια των αβικουλιδών ή πτεριιδών της τάξης των ανισομυαρίων. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν και στην Ελλάδα μέσα σε κερατόλιθους ή σε σχιστόλιθους. Οι κυριότερες περιοχές όπου βρέθηκαν είναι η ορεινή ζώνη Ολονού-Πίνδου, η βόρεια πλευρά των Βαρδουσίων, η ζώνη Παρνασσού-Γκιώνας, η περιοχή Παλαιοχώρα της Ν Κρήτης κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλο- — (Α ἁλο ) Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τόσο τής αρχαίας όσο και τής νέας Ελληνικής, που ετυμολογικά συνδέεται με το αρχαίο ουσιαστικό ἃλς «αλάτι, θάλασσα». Ως α συνθετικό το αλο σημαίνει συνήθως «αλάτι» και σπανιότερα «θάλασσα». Στη νέα Ελληνική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”